........

giovedì 28 febbraio 2013

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ

Poema "Qafa e Botës" përkthyer në greqisht nga Andrea Zarballa me titullin "Kopështet e kujtesës"

 Agim Mato
Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ 
 Μετάφραση:Aνδρέας Ζαρμπαλάς

Ο θείος, που με την τραγίσια γούνα του έμοιαζε σαν βράχος, μοσχοβολούσε φασκόμηλο. Εμείς, ήμασταν ένα κοπάδι παιδιών, γύρω του. Μας εξέτασε ένα – ένα με το βλέμμα του. Ύστερα έσκυψε σα να ήταν στη στάνη, άγγιξε τα ποδαράκια μου με τα χέρια και είπε στη μητέρα: Είναι λιγνά τα ποδαράκια του. Άφησε να τον πάρω μαζί μου, τώρα που αποκόβω τα αρνιά



Την αποχαιρέτισα τη θάλασσα. Τώρα πήγαινα να ζήσω ψηλά,
στην άκρη του δρόμου των σύννεφων,
στην άκρη  των κρημνών του ουρανού,
στα σπίτια της φυλής μου με τις λαξεμένες σκάλες
στα βράχια,
με τις πελασγικές πέτρινες σκάφες,
με τους αστερισμούς των μυγδαλιών να πλημμυρίζουν φως τους
κήπους της θύμησης.

Δεν θα με ξυπνούσαν πια τα κύματα
καθώς θα χτυπούσαν
στις ακτές των πρωινών μου. Δεν θα ’βλεπα πια τους γλάρους
καθώς θα ξεφώνιζαν τα βράδια γύρω από το φάρο, ξεπλέκοντας
                                    την κλωστή της απεραντοσύνης.

2

Μπρρρρρ! Ξεφυσούσαν τα άλογα, ανηφορίζοντας
κι ο αγέρας ηχούσε από τα κουδούνια τους σαν ήχος κρυστάλλου
και πίσω από κάθε βουνό πλησίαζαν άλλα βουνά
όπως πίσω από τα πρώτα κύματα πλησιάζουνε άλλα κύματα.

Το χώμα απ’ όλα τα σημεία μου ψιθύριζε με χίλιες φωνές
κι ένιωθα την ψυχή να φουσκώνει σαν προζύμι στη σκάφη.
                                                 
Η άχνη των οργωμένων χωραφιών ανέβαινε σαν θυμίαμα.

Στα κατώφλια και στα πεζούλια οι γριές γνέθανε τις τελευταίες
ακτίνες του ήλιου.

Ακούγονταν το σούρουπο που σφύριζε και σαλαγούσε τα ζωντανά
με τις μεγάλες αγκλίτσες των σκιών.

Ένας χείμαρρος βελασμάτων, σκόνης και ζεστής ανάσας
ανέτρεπε τα σοκάκια.

Κι ύστερα η νύχτα έπεσε σαν βελέντζα στις ράχες των κουρασμένων
αλόγων.

3

Η γιαγιά κυβερνούσε το σπίτι σαν προστάτιδα θεά της φυλής
και το πρόσωπό της έμοιαζε αρχαία πήλινη γλάστρα.

Από την πίπα της ανέβαινε ο καπνός των παμπάλαιων μύθων.

Μα πως έχει ανεβεί έτσι η αυστηρότητα
μέχρι το φράχτη των φρυδιών, που σκέπαζε τα πηγάδια των
τρομερών ματιών της;
Τρέμαμε καθώς περνούσε δίπλα μας με το σκοτεινό σύννεφο
της βράκας
και με την αρμαθιά των κλειδιών
σαν αρμαθιά κεραυνών
στο πλατύ δερμάτινο ζωνάρι της.   

Ξέραμε πως με το ένα απ’ αυτά
ήταν κλεισμένο το βαρύ σεντούκι
που νύσταζε στη γωνιά του οντά
σκορπίζοντας τριγύρω μυρωδιά κυδωνιού και μυστηρίου.

Κανένας δεν τολμούσε να την πλησιάσει.
Σε κάθε μας βήμα
θα ακούγαμε το τρίξιμο της μαύρης κλειδωνιάς
σαν άγγρισμα σκύλου.

4

Τώρα, που ο χείμαρρος ξεψυχούσε,
τα γεφύρια μοιάζανε με εγκαταλειμμένα σαμάρια.

Δεν ακούγονταν πια ο καλπασμός της άνοιξης
μέσα από τους κήπους και τις ψυχές μας

Και σκάβαμε στην ξερή κοίτη
για να βρούμε την κομμένη κλωστή της πρασινάδας.

Και το χαλίκι, σαν λουσμένο με αλισίβα
ζεματούσε κάτω από τα πέλματά μας
λες και το πέταξε κάποιος
από το καμίνι του ήλιου.

Γινότανε υπολογισμοί τις νύχτες
στην άκρη της τροχιάς του αλωνιού
καθώς περιστρέφονταν η ζωή.

Και μας έπιανε ο ύπνος
κάτω από το στέγαστρο του Γαλαξία
με τ’ αυτιά μας να βουίζουν από τα τζιτζίκια των άστρων
και το σύρισμα του δρεπανιού των ονείρων  
στα σταροχώραφα  του ήλιου.

5

Τη γιαγιά μου ρώτησα «Τι είναι ο λύκος;»
Κι εκείνη: «Ο ασφαλίτης των δασών», μου απάντησε.

«Κι ο ασφαλίτης;» τη ρώτησα και πάλι.
«Ο λύκος των ανθρώπων», μου απάντησε.

6

Το σούρουπο με την ομίχλη ήρθε ο θείος
και κρέμασε στη συκαμιά της αυλής
το δέρμα ενός προβάτου, που το κατασπάραξε ο λύκος,
το δέρμα ενός πρόβατου, που πάνω στην ειρηνική προβιά του
είχε περάσει ο τρόμος
όπως ο κεραυνός πάνω στα χορτάρια ενός λειμώνα.

Τώρα δεν ήταν παραμύθι
απ’ εκείνα που αφηγούνται δίπλα στο τζάκι,
με το σύμβολο του κακού να πλησιάζει ύπουλα την αθωότητα
με το ηθικό δίδαγμα του ασυμβίβαστου και την επαγρύπνηση.

Δεν ήταν πια παραμύθι.
Ο χιτώνας της τραγωδίας αιωρούνταν στη συκαμιά της αυλής  
και το μοναχικό αρνάκι βέλαζε το μονόλογο του πόνου του.

7

Πλησίαζαν οι αντάρες καταπίνοντας στις κοιλιές τους
τα σπίτια με τους καμινάδες, τους περαστικούς,
τους κήπους, σαν λιμάνια με τα κατάρτια των οπωροφόρων
να βυθίζονται αθόρυβα,
τις στάνες, τα σπαρτά
κι ακόμα τα συρματοπλέγματα στη μεθόριο.

Και πλησίαζαν, όλο πλησίαζαν!

Κι έστηνα τ’ αυτί ν’ ακούσω πίσω απ’ τις αντάρες τα άγνωστα βήματα
των λύκων και των μυστικών αστυνομικών,
να άκουγα το άγγρισμα
και το τρίξιμο των δοντιών τους.

Ποτέ μου δεν είχα ιδεί
αυτές τις φιγούρες της αντάρας και της νύχτας.

Ποιο να ήταν το επόμενο θύμα τους,
σε ποια συκαμιά θα κρεμούσαν το ματωμένο δέρμα του;

Σκάλωναν τα σύννεφα στα συρματοπλέγματα εκεί στο Πέρασμα
του Κόκκινου Πηλού.
Σκάλωνε ο καιρός. Ηχούσαν τα ηλεκτρικά κουδούνια
και οι ριπές των αυτομάτων τρόμαζαν το κοπάδι των άστρων
που βιάζονταν να περάσει το σύνορο.

8

Η Σπηλιά της Αποκριάς, με το κοπάδι του θείου μου,
μύριζε κοπριά και μυστήριο σαν σπηλιά Κυκλώπων.
Εεεεϊ! φωνάζαμε
κι η Σπηλιά μεγέθυνε τη φωνή
και τη χτυπούσε στις παρειές της προϊστορίας,
που ο προϊστορικός άνθρωπος είχε σκαλίσει τα ίχνη του.

Εδώ ο Ιλλυριός Medaur ακόνιζε τα όπλα και φιλοξενούσε
το Μεγάλο Πάνα.

Και πέρα ορθώνονταν ο κώνος της Τσούκας του Αετού.
Η ζωή είχε μεταναστεύσεις από τις πύλες και τους θόλους της
και μια σιωπή ματωμένων λίθων βασίλευε στη Χαονία.

Στο έμπα της Σπηλιάς ο θείος ύψωνε το χέρι
και κρέμαγε την αγκλίτσα  στην ουρά της Μεγάλης Άρκτου     
ανακάτωνε το γάλα στα μαυρισμένα καζάνια
και οι τουλούπες των λευκών ατμών διαχέανε στον αέρα
άρωμα φεγγαριού.

Κι ύστερα ακουμπούσε στη νύχτα
κι έδιωχνε τη μοναξιά της στάνης με τη φλογέρα
μέχρι που βάραιναν τα βλέφαρά μας
δίπλα σε μια ξύλινη κούπα
με τα αποφάγια από το τριμμένο γάλα των άστρων.

Στην άκρη του ύπνου μας.
τρεμοσβήνανε τα μακρινά νησιά,
τα μακρινά φώτα,
ο μακρινός κόσμος,
ο άγνωστος.

9

Μια μέρα, ένας διαβήτης τρομερός πρόβαλε πίσω από τους όχτους,       
κι άρχισε να μετράει σπίτια και σπαρτά,
ίσκιους, αυλές και θημωνιές, σκάλες και καμινάδες.
Δρασκέλαγαν τα άκρα του τους τη Ρίζα, το Μπουάρι,
την Κιάφα και την Όρλια,
διέσχιζαν το γλυκό χορτάρι της Λουμπάρδας,
αγκομαχούσανε στο Χείμαρρο του Κόκκινου Πηλού,
έβγαιναν στων Ντουφεκιών το Λόφο, μπήγονταν στη Μύτη του Πουριού
κι έριχναν το μακάβριο χορό σε καλντερίμια και πλατείες.
Ένα – ένα μετρηθήκανε τα πρόβατα, τα αρνιά, τα άλογα και τα πουλάρια,
οι ελιές, τα γίδια, τα κατσίκια του παραμυθιού,
οι μυγδαλιές και οι συκιές.
Και μόνον οι αλεπούδες, τα κουνάβια και οι λύκοι
παρέμειναν εκτός βιβλίων.

10

Στον ψηλό οντά άκουγα το μουγκανητό των ταύρων και το τρίξιμο
των δοκαριών και των σανίδων
λες και το σπίτι στηρίζονταν στη ράχη τους.

Κλεισμένοι στο κατώι έμοιαζαν με υπάρξεις, που αφέντευαν
τη μοίρα μας,
τραντάζονταν το σπίτι από τους ακατανόητους καυγάδες τους,
τραντάζονταν τα σωθικά τη γης
κι εγώ φοβόμουν μήπως γλιστρήσομε ως κάτω στο Μοσκόφυλλο
ως κάτω στα χωράφια του Βασιλικού,
μήπως από τη ράχη τους γλιστρήσει όλη η γη και πέσει στο κενό.        

11

Ήρθε το Φθινόπωρο.
Στην έρημη αυλή αρχίσανε να φυτρώνουν τα αινίγματα.

Η γιαγιά κατάκοιτη στο αιώνιο κρεβάτι.
Τα κλειδιά της δεν αστραποβολούσαν στο δερμάτινο ζωνάρι της,
κι η πίπα της με τις ραγισματιές απ’ τις μεγάλες πυρκαγιές
δεν κάπνιζε.
Με χίλια βάσανα έστριβε το τσιγάρο
και τα δέκα δάχτυλα
ήτανε σαν δέκα γριούλες
που προσπαθούσαν να τυλίξουν στο σεντόνι ένα νεκρό.

Μόνο το πέτρινο φίδι του σπιτιού,
κατέβαινε απ’ το ανώφλι της εξώπορτας
και τη συντρόφευε κουλουριασμένο κάτω απ’ το κρεβάτι της,
καθώς η σκιά του τρομερού διαβήτη
γλιστρούσε βασανιστικά στο θολωμένο βλέμμα της.

Ήταν φθινόπωρο
Κι η γιαγιά ετοιμαζότανε ν’ αποδημήσει.

Στη σκεπή αγκομαχούσανε τα σύννεφα σέρνοντας τα βαριά  
κάρα των βροντών.
Φεύγανε και τα πουλιά και στις φωλιές τους πια
καθότανε οι αστραπές για να κλωσήσουνε τ’ αυγά τους.
Κι η βροχή να γλίστραγε στις φυλλωσιές και τους λιγνούς κορμούς
των αινιγμάτων,
όπου εκατό αδελφούλες ρίχνανε νερό η μια στην άλλη
                                    για να πλύνουνε τα χέρια.

12

Μέρες αργότερα
η ψυχή της πέταξε πάνω από τα σπίτια, πάνω απ’ τις ελιές
και στάθηκε στην κορυφή της Τσούκας του Αετού.

Και το φίδι αθόρυβα
σύρθηκε ξανά στο ανώφλι της εξώπορτας.

13

Είχε έρθει το ποτάμι
και χτύπαγε τα ποδαρικά των γεφυριών με τα κέρατα.

Στο Παζάρι,
κάτω απ’ το μεγάλο πλάτανο, που βούιζε απ’ τον άνεμο
προσμέναμε την πόστα να επιστρέψομε στη θάλασσα.

Τι ήθελαν να μου πουν οι παλάμες των φύλλων που πέφτανε
και μου χαϊδεύανε τους ώμους,
κι εγώ έκανα πως έβλεπα το Πέρασμα του Κόκκινου πηλού,
τις βουβές φραγκοσυκιές στις απέναντι πλαγιές,
τη βαριά σκεπή της φυλής μου,
που λικνίζονταν σα να με χαιρετούσε.

Ήταν τότε που η πικρή πατρίδα μεγάλωνε με την ώρα μέσα μου. 


Nessun commento:

Posta un commento