1
Τώρα, εκεί μακριά,
μετά βίας διακρίνονται οι ολόφωτες ακτές της
παιδικής ηλικίας
όπου ανθίζουν
τα δέντρα των ονείρων που φύτεψα.
Δεν υπάρχει πια το παλιό μου σπίτι,
στο σοκάκι πλάι στη θάλασσα
με το κασκέτο της σκεπής
βυθισμένο ως τα παράθυρα.
Το σπίτι όπου ερχόταν να ξεκουραστούν οι
γλάροι
και τίναζαν απ’ τα φτερά τους ουρανούς των
μακρινών
ταξιδιών,
το φωτοβόλημα των πλοίων και των άγνωστων πολιτειών.
Που είναι τώρα οι μολόχες της αυλής
οι χλωμές λυχνίες των παραθύρων
όπου κάθε νύχτα τα φύλλα των ψευδαισθήσεων
και της αναμονής
έπεφταν και σάπιζαν στη Σελήνη;
Ποιος μπορεί να σκαλίσει τώρα κάτω από τούτα
τα φύλλα,
κάτω από τα φεγγαρίσια νέφη,
για να αγγίξει την μακρινή μας αθωότητα;
2
Ψιθύρισαν ξόρκια τα κύματα και γεννηθήκαμε.
Οι κούνιες μας
μοιάζανε με εγκαταλειμμένες βαρκούλες.
Κάτω από τους ευκαλύπτους της παραλίας
πλάθαμε με την βρεγμένη άμμο
μικρά αγάλματα
αφιερωμένα στη θάλασσα.
Ύστερα αρπάζαμε τα ξύλινα σπαθιά και ιδρωμένοι
μονομαχούσαμε πάνω στην καρβουνόσκονη του
λιμανιού.
Στο Λιμιών δέναμε με επιδέσμους
τα μολυσμένα άκρα μιας χελώνας
κι ύστερα σκαρφαλώναμε στα μεγάλα κανόνια
με την κάνη στραμένη προς στον ουρανό
σαν ν’ ανεβαίναμε σε λαιμούς καμηλοπαρδάλεων
για να γλιστρήσομε σφαίρα προς τα κάτω.
Ποιος από μας βγήκε απ’ το βυθό
σέρνοντας στην ακτή
οβίδες μεγαλύτερες απ’ το μπόι του;
Ποιος τους έβγαλε την πυρίτιδα σαν πακέτα spaghetti
και γέμισε μ’ αυτά
τις άδειες κονσέρβες
πεταμένες απ’ τα παράθυρα των σπιτιών των
αξιωματικών
κι εμείς, δεν είχαμε ποτέ την τύχη να τις
γευτούμε;
Πως και δεν θυμάμαι; Ποιος τους άναψε
το φυτίλι
και το σούρουπο
γέμισε με τις φλόγες τους
σαν την οθόνη του θερινού σινεμά
με τις πολεμικές ταινίες
που βλέπαμε σκαρφαλωμένοι στα στεφάνια
των φοινικιών;
3
Ακούγαμε να μιλούν για σαμποτέρ
και τα βράδια μαζευόμασταν νωρίς.
Τις νύχτες νομίζαμε πως τριγυρίζανε τις αυλές
μας
σαν το λύκο του παραμυθιού
γύρω απ’ το σπίτι των εριφίων.
4
Μα, έφτασε μια μέρα ένα φορτηγό με σπασμένα
τζάμια,
με χαραγμένες σανίδες
κι άδειασε μπροστά στα Γραφεία της Sigurimi
τα σώματα δυο σκοτωμένων σαμποτέρ.
Πρόσωπα δασώδη.
Γένια μακριά και κοκκινωπά
σαν θαλάσσια φύκια.
Κάθε που πατούσαμε σε φύκια
νιώθαμε πως πατούσαμε
στα γένια τους.
5
Επιστρέφαμε απ’ τις ακτές στα σπίτια
σαν τα πουλιά, που κουρασμένα απ’ τη θάλασσα
πήγαιναν να κοιμηθούν
στην φοινικιά του δειλινού.
Σαν φτάναμε στις αυλές
η απαλή ομίχλη ενός τραγουδιού
απλώνονταν στα δέντρα των κήπων.
«Σ’ ένα
βράχο του γιαλού
κλαίει μια
κόρη, κλαίει»
υψώνονταν μια γυναικεία φωνή
και πίσω της
άλλες φωνές γυναικών
εκτινάσσανε στον αέρα
την αρχαία θλίψη του τραγουδιού.
Η πρώτη φωνή κοβόταν πληγωμένη.
Κάτι σαν θαλασσινός λυγμός
και η φωνή θα υψωνόταν και πάλι
προκαλώντας ρίγος
ως τις ρίζες των απαλών μαλλιών μας.
Και βλέπαμε στον ύπνο μας εκείνο το μακρινό
κορίτσι
με
το θαλασσί φουστάνι
περιμένοντας τον αγαπημένο της
να επιστρέψει
με λευκό καράβι
απ’ τις πίσω ακτές της Μεσογείου.
Με μάτια πρησμένα
τρομάζοντας με τα βήματά μας
τ’ άγρια περιστέρια
θα ψάχναμε την επόμενη μέρα τον βράχο της
διαβρωμένο απ’ τα δάκρυα της προσμονής.
6
Οι μητέρες μας, μετά τη δουλειά,
θα πλένανε τα καρβουνιασμένα ρούχα μας.
ξεσκισμένα απ’ τους τσακωμούς
κι ύστερα θα μαγειρεύανε φασολάδα
κάτω από το απαλό φως του δειλινού.
7
Μαζευόμασταν τ’ απογεύματα και κατεβαίναμε
εκεί
όπου ο
βραχίονας του λιμανιού
αγκάλιαζε τα πλοία
κι έδιωχνε τα κύματα με τον αγκώνα του.
Εκεί τα κατάρτια έμοιαζαν
με τους κονδυλοφόρους μας
που έβαφαν τις πένες στο φως του ηλιοβασιλέματος.
Πέρα δώθε πηγαινοέρχονταν οι ψαράδες με τα
μαύρα
αδιάβροχα.
Τους βλέπαμε να φωσφορίζουν στο φως των
φαναριών,
βλέπαμε τ’ αδιάβροχα αργασμένα απ’ τις άγριες
θαλασσινές θύελλες
φαγωμένα από τα κύματα.
Τριγύρω η βαριά μυρωδιά του ψαριού.
Χέρια που κινούταν και λέγανε
βιαστείτε, βίρα τις άγκυρες,
μας περιμένει ξανά η θάλασσα
βιαστείτε, θα γλιστρήσουμε ξανά
πάνω στο θυμό των κυμάτων του μεσονυχτίου
ξανά οι ομίχλες
θ’ απλωθούν σαν υφάσματα
πάνω στα κατάρτια μας.
Βιαστείτε λοιπόν!
8
Τα βήματα μας πίσω απ’ το μικρό σου φέρετρο.
Πως βρέθηκε εκείνη η οβίδα στον ανθισμένο λόφο
του Μάη
εκείνη η όμορφη οβίδα
η ολέθρια,
που σε ξεγέλασε;
Πως είχε απλώσει το χέρι του ο πόλεμος
κι είχε αφήσει
ανάμεσα στους θάμνους
τις βροντές του κλεισμένες σε σιδερένιο κέλυφος;
Σε αποχαιρετήσαμε, κρατώντας το κουρελιασμένο
σου
αλφαβητάρι,
τα δακρυσμένα άνθη εκείνου του πρωινού.
9
Ερχόταν οι ξένοι τουρίστες
κι αντάλλασσαν κονκάρδες
με μεγάλα κογχύλια.
Τ’ αγγίζανε με τα διαφανή δάχτυλα,
τα στριφογυρίζανε,
κι ύστερα μας χαμογελούσαν προσπαθώντας
να μας
φωτογραφήσουν
μισόγυμνους
με φόντο τα παλιά παραπήγματα.
Τότε, οι συνοδοί τους,
φορώντας σακάκια μες τη ζέστη,
μας έδιωχναν εκνευρισμένοι,
κυνηγώντας μας,
γιατί δεν ήθελαν
οι φωτογραφίες μας,
κάπου στη δύση,
να πουληθούν σ’ εφημερίδες.
Ακούσαμε «Φύγετε, κρατάει πιστόλι»
και κρυφτήκαμε τρομαγμένοι
στα σπήλαια της θάλασσας
σαν κάβουρες, που χάνονται έντρομοι
στις εσοχές τον βράχων.
10
Μετά το μάθημα της ιστορίας
μια μέρα θα παίρναμε τα πρόχειρα βαθυσκάφη
και θα εξερευνούσαμε το βυθό της θάλασσας.
Θα εξερευνούσαμε τον σκελετό ενός μπαταρισμένου
πλοίου
που ’μοιαζε με μεγάλο τρομακτικό παλάτι.
Μια μέρα θα βουτούσαμε έως τα σκοτεινά
παράθυρα
έως τα μάτια των νυσταγμένων ψαριών
σαν τα μάτια των ξένων ναυτικών
που σημάδευαν τις ελιές μας
τα σπίτια μας
και τις καμινάδες που κάποτε ονειρεύτηκαν
ν’ αμολήσουν μόνο τον λευκό καπνό της
ειρήνης.
Θα εξερευνούσαμε μια μέρα κάτω απ’ τα νερά,
κάτω απ’ τους
καιρούς,
για ν’ αγγίζαμε τον ίδιο το σκελετό του
πολέμου.
11
Ξέραμε μια μέρα θα κατεδαφίζονταν
τα παραπήγματα
κι εμείς θα βγαίναμε στην ακτή
να ιδούμε τα νεόν που θα έριχναν κάθετα το φως τους
στα νερά
και ονειρευόμασταν μια πόλη
χτισμένη πάνω σ’ αυτούς τους κίονες από φως.
12
Μια μικρή περγουλιά τη βοηθήσαμε να
αναρριχηθεί
στο παράθυρο μας.
Ξεσπούσαν καταιγίδες στη θάλασσα
κι αυτή στο τζάμι έκανε αισθητή την ανησυχία της.
Η νύχτα ευωδίαζε
φύκια. Κι όταν πέρα στ’ ανοιχτά
τα φώτα των αλιευτικών χανότανε,
μάντευα πως οι ψαράδες ξαφνιασμένοι
τώρα θα μάζευαν τα δίχτυα
σαν να μάζευαν κρημνούς με τα χέρια τους.
Ύστερα ο καιρός ζεσταινόταν
κι η πέργολα
με τα πράσινα χέρια της
χάραζε ένα ελαφρύ θρόισμα.
Άνοιγα το παράθυρο
και μαζί με το ρεύμα του φρέσκου αέρα
έμπαινε το σφύριγμα των φίλων
που με καλούσαν.
13
Μέρα τη μέρα απομακρύνονται
οι ολόφωτες ακτές της παιδικής ηλικίας
όπου
ανθίζουν
τα δέντρα των ονείρων που φύτεψα.
Οι καταχνιές της μνήμης
χάνονται, έτη φωτός μακριά, στο άπειρο. Μόνο
εκείνος ο μικρός τάφος στον λόφο έξω από την
πόλη
περιτριγυρισμένος από μολόχες
ολοένα με πλησιάζει
με τα πανιά μιας χαμένης σχεδίας
Τις νύχτες, η γαλάζια φλόγα
των οστών, που κάποτε ξεπροβοδήσαμε
καίει σαν μακρινή παιδική φωτιά.
Ποιο άγνωστο χέρι πήρε τα ξύλινα ραβδιά
που κρατούσες στην τσάντα σου
για να κάνεις τις αριθμητικές πράξεις
και τα φύτεψε γύρω σου
για να γίνουν δέντρα ψηλά
γεμάτα
τιτιβίσματα
μακρινών καιρών;
1972 -
2012