MEA CULPA
Όταν κατέβηκα ξανά στο εγκαταλειμμένο τριάντα
χρόνια
τώρα
ορυχείο της ποίησης
και περπάτησα στις ημιτελείς στοές
ψάχνοντας στις εσοχές και τις γούβες τον
κρυμμένο χρυσό,
ψάχνοντας τα σύνεργά μου, που τα πέταξα πάνω
μεγάλο μου θυμό
με
τους θεούς
ξαφνικά δίστασα κι έτσι ασυναίσθητα,
πήγα να σκαρφαλώσω εκεί ψηλά, που από καιρό ετοιμαζόμουνα
για
το μεγάλο σάλτο του θανάτου.
Άραγε ν’ αρχίζανε ξανά τα βάσανα στις
μοναχικές νύχτες
μέχρι που οι πυρκαγιές της ψυχής να μετέτρεπαν
σε κουρέλια
τα σιδερωμένα πουκάμισα και το πολύτιμο
γαμπριάτικο γελέκι;
Θα ούρλιαζα ξανά από τους πόνους, όταν
με λαιμαργία θα έσκαβα στα νταμάρια των
θεμάτων
μέχρι να με καταπλακώσουν οι τρομερές γαλαρίες
τους;
Έδινα θάρρος στον εαυτό μου: ποιος νοιάζεται
τώρα για τις
ποιητικές
ανοησίες;!
Κι ενώ ετοιμαζόμουνα να το βάλω στα πόδια,
να γυρίσω ξανά απ’ εκεί που ξεκίνησα
με τύλιξε το θρόισμα από τα φτερά μυριάδων
αλλοτινών ονείρων,
που φτεροκοπούσαν πάνω μου σαν νυχτερίδες
κι έπεφταν ζαλισμένα μπροστά στα πόδια
μου.
Πως μπόρεσαν να επιβιώσουν μέσα σε τόση λήθη;!
Τα άγγιζα ένα - ένα
κι εκείνα συνέρχονταν με κραυγές, γεμίζοντας
με φως ορυχείου
το εργαστήριο της θύμησης –
το καλλιτεχνικό εργαστήριο, που μου το
σφραγίσανε βάναυσα,
όλη εκείνη την αλχημεία της ψυχής,
που εμφανίστηκε σαν εκτυφλωτικό αστεροειδές.
Κι είδα καθαρά,
την ορμή της αλλοτινής τρέλας, να χτυπήσω το
κεφάλι
στο
ακατόρθωτο,
μέχρι που η λάμπα του μεταλλωρύχου σαν άστρο
στο μέτωπό μου
γινότανε κομμάτια,
καθώς χτυπούσα δυνατά το σκληρό μάγμα του
καιρού.
Μα, όταν ένιωσα να ανάβουν τριγύρω οι κινητήρες
των συγκρίσεων
και
των μεταφορών,
στο διάβολο, είπα, τα σιδερωμένα πουκάμισα, οι
καιροσκοπισμοί,
οι εκλεκτικές κουβέντες τα βράδια,
στο διάβολο ο προγραμματισμός της ζωής,
τα ακριβή ωράρια για τα φάρμακα και τις ταινίες. Përktheu: Andrea Zarballa