........

sabato 29 giugno 2013

Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ ΝΩΕ



Agim Mato
Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ ΝΩΕ (ARKA E NOES)
Përktheu në greqisht: Andrea Zarballa

Η ώρα της τιμωρίας είχε φτάσει. Σε καραντίνα υδάτων
είχε μπει η Γη,
να πλυθεί, να εξαγνιστεί από τις αμαρτίες
ο άλλοτε οίκος της ανθρωπότητας. Απόλυτη ερημιά
στον απέραντο ωκεανό. Καμιά
μοναχική βάρκα πάνω του.
Μόνον ο Νώε είχε σωθεί,
ο Νώε με τον Τιτανικό της αρχαιότητας,
μήκους 300 ποδιών, σχεδιασμένος και ναυπηγημένος
κατά παραγγελία του θεού.

Κάθε μέρα ο καπετάνιος Νώε επιθεωρούσε τα ζευγάρια
των ειδών
                                    που έπρεπε να σωθούν
και τα αποθέματα των τροφίμων.
Κι όταν είχε χρόνο, αγνάντευε πάνω από την πλήρη
τις πολιτείες και τους ναούς,
που γλιστρούσαν στο βυθό,
και έπλεε με σηματοδότες τα ίχνη από τις παλιές άμαξες.

Πολλά φεγγάρια  είχαν πιαστεί κι είχαν χαθεί,
αφότου ο Θεός
είχε ανοίξει τους κρουνούς του ουρανού,
μέρες και νύχτες εκατόν πενήντα. Παντού, ψάρια ζαλισμένα
κολυμπούσαν
σε αίθουσες πολυτελείς, βασιλικές,
σε παλαίστρες κι ακόμα στα φρεάτια των δρόμων.

Τη μεγάλη βιβλιοθήκη της Νινεβή με τα κεραμιδένια βιβλία
την είχε καλύψει η άμμος. Ο Νώε ονειρεύονταν
να την ξανανοίξει
μετά την απόσυρση των υδάτων
κι οι ποιητές, να αποθανάτιζαν το βίο και την πολιτεία του
με το παλαιό όνομα Up Napishtimi.
Είχε υποσχεθεί να φτιάξει νέα κοινωνία, ενάρετη.
Οι τρεις γιοι του είχαν αρχίσει κιόλας επί της κιβωτού
την αναπαραγωγή,
βάσει των νέων προδιαγραφών. Οι κακίες, οι ραδιουργίες,
είχαν διαλυθεί στο βυθό, αδύνατο να βρεθούν εκεί πάνω
τη στιγμή της καινούργιας
σύλληψης του κόσμου.
Το ίδιο και τα είδη στα παχνιά με το χορτάρι, όπως  
σε κρουαζιέρα  
σχεδιάζανε την αναπαραγωγή τους.

 Κι η Κιβωτός των 300 ποδιών έπλεε στην τρομακτική μοναξιά.

Ανήσυχος για τις πρώτες γεννήσεις,
ο Νώε έστελνε περιστέρια για να βεβαιωθεί αν η γη
απαλλάσσονταν από τα ύδατα
κι εκείνα επέστρεφαν κουρασμένα στο κατάστρωμα. Και τότε
ξαναλογάριαζε τα αποθέματα.

Την δεκάτη έβδομη μέρα
του έβδομου μήνα,
όπως είχε προβλέψει η προφητεία
ο Τιτανικός άραξε στα βράχια του όρους Αραράτ.

Μπροστά τους εμφανίστηκε εξαγνισμένος από τις αμαρτίες
ο Κόσμος,,
εμφανίστηκαν τα εξαγνισμένα λιβάδια και τα δάση
λες και γεννήθηκαν ξανά από το τίποτα.

Κι ο Νώε των 600 ετών, όπως λένε,
είχε ακόμα ενέργειες να τηρεί την τάξη,
να βοηθάει τους ελέφαντες και τους ρινόκερους μη
γλιστρήσουν
στην πίσω πόρτα της Κιβωτού,
μουδιασμένοι καθώς ήταν από την ακινησία τόσων ημερών,
να ελέγξει τα πτηνά μην κουβαλάνε στα φτερά τους
το σπόρο του κακού, όπως οι ψύλλοι,
να ξεπροβοδήσει με τρυφερότητα το λύκο και την προβατίνα
που είχαν φιλιωθεί κατά το ταξίδι,
να χαρεί και να καμαρώσει τα παιδιά του στο κατάστρωμα
καθώς κουνούσανε τα χέρια, κάνοντας νεύματα παράξενα
στους ορίζοντες

Αλλά πώς να φανταστεί ο δύστυχος
ότι την ίδια στιγμή
οι γιοι του Simi, Hami και Jafeti,
πριν ακόμα πατήσει το πόδι τους στη γη,
καυγάδιζαν, οριοθετώντας τις αυριανές αυτοκρατορίες

Ο Νώε βοηθούσε ήρεμος τα ζώα, χωρίς να σκεφτεί
ότι άλλες προφητείες
θα γεννιούνταν
άλλοι κατακλυσμοί θα σχεδιάζονταν
και το βιβλικό του ταξίδι θα έμενε στη θύμηση
ως ένα αποτυχημένο πείραμα του Θεού. 

giovedì 13 giugno 2013

Njeriu në jetën e tij






















NJERIU NË JETËN E TIJ

Yehuda Amichai
Përktheu: Agim Mato

Njeriu në jetën e tij nuk ka kohë që të ketë kohë për çdo gjë.
Dhe nuk ka një moment që të ketë një moment
për të gjitha gjërat. Qohelet nuk ka të drejtë, kur thotë kështu.
Njeriu duhet të urrejnë dhe të dashurojë në të njëjtën kohë,
me të njëjtët sy duhet të qajë dhe me të njëjtët sy duhet të qeshë
me të njëjtat duar duhet të hedhë gurët dhe me të njëjtat duar
duhet t’i mbledhë,
të bëjë dashuri në luftë dhe luftë në dashuri.
Dhe urrejë dhe të falë dhe të kujtojë dhe të harrojë
dhe të urdhërojë dhe të ngatërrojë dhe të hajë dhe të tretë
çka historia e detyron
të bëjë ndryshe për vite me rradhë.
Njeriu në jetën e tij nuk ka kohë,
kur humb - kërkon
kur gjen - harron,
kur harron - dashuron
dhe kur dashuron fillon të harrojë
Dhe shpirti i tij bëhet ekspert,
dhe shpirti i tij bëhet shumë profesionist
Vetëm trupi i tij mbetet amator
përgjithmonë. Provon dhe gabon
nuk ve mend sërish dhe ngatërrohet
i dehur dhe i verbër në kënaqësinë e vet dhe në dhimbjen e vet
Do të vdesë si vdesin fiqtë në vjeshtë -
të bërë çapele,  të ëmbël,
me gjethet e thatë në tokë,
dhe degët e zhveshura tashmëtregojnë
vendin  ku nuk ka kohë për çdo gjë.


GJITHË KËTA GURË


Gjithë këta gurë, i gjithë trishtimi,e gjithë
drita, thërrmimi i natës, orët dhe hiri i mesditës,
tërë tubacionet e shtrembëruara të vendeve të shenjta,
mure, bedena, aureola të ndryshkura,
gjithë profecitë e paafta si pleqtë e rënë nga vakti,
gjithë krahët e djersitura të engjujve,
gjithë qirinjtë që bien erë të qelbur, turizmi fals,
çlirimi nga jashtëqitja, lumturia dhe herdhet mashkullore,
plehrat e e zbrazësirës, bombë e kohës,
tërë pluhuri dhe të gjitha këto kocka
që tentojnë të ngrihen dhe të fluturojnë në erë,
e gjithë kjo dashuri, të gjithë
këta gurë, i gjithë trishtimi.

Me të gjitha këto do t'i mbush luginat përreth Jeruzalemit,
që të përgatis pistën
për aeroplan tim ëmbël
që do të vijë, do të më rrëmbejë për udhëtimin në qiell.


martedì 11 giugno 2013

Mea Culpa



MEA CULPA

ΑΓΚΙΜ ΜΑΤΟ
Μετάφραση: 
Aνδρέας Ζαρμπαλάς


Όταν κατέβηκα ξανά στο εγκαταλειμμένο τριάντα χρόνια  
τώρα ορυχείο της ποίησης
και περπάτησα στις ημιτελείς στοές  
ψάχνοντας στις εσοχές και τις γούβες τον κρυμμένο χρυσό,
ψάχνοντας τα σύνεργά μου, που τα πέταξα πάνω
μεγάλο μου θυμό
με τους θεούς
ξαφνικά δίστασα κι έτσι ασυναίσθητα,
πήγα να σκαρφαλώσω εκεί ψηλά, που από καιρό ετοιμαζόμουνα  
για το μεγάλο σάλτο του θανάτου.

Άραγε ν’ αρχίζανε ξανά τα βάσανα στις μοναχικές νύχτες
μέχρι που οι πυρκαγιές της ψυχής να μετέτρεπαν σε κουρέλια
τα σιδερωμένα πουκάμισα και το πολύτιμο γαμπριάτικο γελέκι;
Θα ούρλιαζα ξανά από τους πόνους, όταν
με λαιμαργία θα έσκαβα στα νταμάρια των θεμάτων
μέχρι να με καταπλακώσουν οι τρομερές γαλαρίες τους;

Έδινα θάρρος στον εαυτό μου: ποιος νοιάζεται τώρα για τις
ποιητικές ανοησίες;!

Κι ενώ ετοιμαζόμουνα να το βάλω στα πόδια,
να γυρίσω ξανά απ’ εκεί που ξεκίνησα
με τύλιξε το θρόισμα από τα φτερά μυριάδων αλλοτινών ονείρων,
που φτεροκοπούσαν πάνω μου σαν νυχτερίδες
κι έπεφταν ζαλισμένα μπροστά στα πόδια μου.  

Πως μπόρεσαν να επιβιώσουν μέσα σε τόση λήθη;!

Τα άγγιζα ένα - ένα
κι εκείνα συνέρχονταν με κραυγές, γεμίζοντας με φως ορυχείου
το εργαστήριο της θύμησης –
το καλλιτεχνικό εργαστήριο, που μου το σφραγίσανε βάναυσα,
όλη εκείνη την αλχημεία της ψυχής,
που εμφανίστηκε σαν εκτυφλωτικό αστεροειδές. Κι είδα καθαρά,
την ορμή της αλλοτινής τρέλας, να χτυπήσω το κεφάλι
στο ακατόρθωτο,
μέχρι που η λάμπα του μεταλλωρύχου σαν άστρο στο μέτωπό μου
γινότανε κομμάτια,
καθώς χτυπούσα δυνατά το σκληρό μάγμα του καιρού.

Μα, όταν ένιωσα να ανάβουν τριγύρω οι κινητήρες των συγκρίσεων
και των μεταφορών,
στο διάβολο, είπα, τα σιδερωμένα πουκάμισα, οι καιροσκοπισμοί,
οι εκλεκτικές κουβέντες τα βράδια,
στο διάβολο ο προγραμματισμός της ζωής,
τα ακριβή ωράρια για τα φάρμακα και τις ταινίες.    

venerdì 7 giugno 2013

ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ




ΑΓΚΙΜ ΜΑΤΟ
Μετάφραση: 
Aνδρέας Ζαρμπαλάς

ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ 


1

Τώρα, εκεί μακριά,
μετά βίας διακρίνονται οι ολόφωτες ακτές της παιδικής ηλικίας
όπου ανθίζουν
τα δέντρα των ονείρων που φύτεψα.

Δεν υπάρχει πια το παλιό μου σπίτι,
στο σοκάκι πλάι στη θάλασσα 
με το κασκέτο της σκεπής
βυθισμένο ως τα παράθυρα.

Το σπίτι όπου ερχόταν να ξεκουραστούν οι γλάροι
και τίναζαν απ’ τα φτερά τους ουρανούς των μακρινών
ταξιδιών,
το φωτοβόλημα των πλοίων και των άγνωστων πολιτειών.                                                      

Που είναι τώρα οι μολόχες της αυλής
οι χλωμές λυχνίες των παραθύρων
όπου κάθε νύχτα τα φύλλα των ψευδαισθήσεων
και της αναμονής
έπεφταν και σάπιζαν στη Σελήνη;

Ποιος μπορεί να σκαλίσει τώρα κάτω από τούτα τα φύλλα,
κάτω από τα φεγγαρίσια νέφη,
για να αγγίξει την μακρινή μας αθωότητα;


2

Ψιθύρισαν ξόρκια τα κύματα και γεννηθήκαμε.
Οι κούνιες μας
μοιάζανε με εγκαταλειμμένες βαρκούλες.

Κάτω από τους ευκαλύπτους της παραλίας
πλάθαμε με την βρεγμένη άμμο
μικρά αγάλματα 
αφιερωμένα στη θάλασσα.

Ύστερα αρπάζαμε τα ξύλινα σπαθιά και ιδρωμένοι
μονομαχούσαμε πάνω στην καρβουνόσκονη του λιμανιού.

Στο Λιμιών δέναμε με επιδέσμους
τα μολυσμένα άκρα μιας χελώνας
κι ύστερα σκαρφαλώναμε στα μεγάλα κανόνια
με την κάνη στραμένη προς στον ουρανό
σαν ν’ ανεβαίναμε σε λαιμούς καμηλοπαρδάλεων
για να γλιστρήσομε σφαίρα προς τα κάτω.

Ποιος από μας βγήκε απ’ το βυθό
σέρνοντας στην ακτή
οβίδες μεγαλύτερες απ’ το μπόι του;

Ποιος τους έβγαλε την πυρίτιδα σαν πακέτα spaghetti
και γέμισε μ’ αυτά
τις άδειες κονσέρβες
πεταμένες απ’ τα παράθυρα των σπιτιών των αξιωματικών
κι εμείς, δεν είχαμε ποτέ την τύχη να τις γευτούμε;

Πως και δεν θυμάμαι; Ποιος τους άναψε
                                                  το φυτίλι
                                       και το σούρουπο
γέμισε με τις φλόγες τους
σαν την οθόνη του θερινού σινεμά
με τις πολεμικές ταινίες
που βλέπαμε σκαρφαλωμένοι στα στεφάνια
                                           των φοινικιών;

3

Ακούγαμε να μιλούν για σαμποτέρ
και τα βράδια μαζευόμασταν νωρίς.
Τις νύχτες νομίζαμε πως τριγυρίζανε τις αυλές μας
σαν το λύκο του παραμυθιού
γύρω απ’ το σπίτι των εριφίων.

4

Μα, έφτασε μια μέρα ένα φορτηγό με σπασμένα τζάμια,
με χαραγμένες σανίδες  
κι άδειασε μπροστά στα Γραφεία της Sigurimi 
τα σώματα δυο σκοτωμένων σαμποτέρ.   

Πρόσωπα δασώδη.
Γένια μακριά και κοκκινωπά
σαν θαλάσσια φύκια.

Κάθε που πατούσαμε σε φύκια
νιώθαμε πως πατούσαμε
στα γένια τους.

5

Επιστρέφαμε απ’ τις ακτές στα σπίτια
σαν τα πουλιά, που κουρασμένα απ’ τη θάλασσα
πήγαιναν να κοιμηθούν
στην φοινικιά του δειλινού.
Σαν φτάναμε στις αυλές
η απαλή ομίχλη ενός τραγουδιού
απλώνονταν στα δέντρα των κήπων.

«Σ’ ένα βράχο του γιαλού  
κλαίει μια κόρη, κλαίει»
υψώνονταν μια γυναικεία φωνή
και πίσω της
άλλες φωνές γυναικών
εκτινάσσανε στον αέρα
την αρχαία θλίψη του τραγουδιού.

Η πρώτη φωνή κοβόταν πληγωμένη.

Κάτι σαν θαλασσινός λυγμός
και η φωνή θα υψωνόταν και πάλι
προκαλώντας ρίγος
ως τις ρίζες των απαλών μαλλιών μας.

Και βλέπαμε στον ύπνο μας εκείνο το μακρινό κορίτσι
                                           με το θαλασσί φουστάνι
περιμένοντας τον αγαπημένο της
να επιστρέψει
με λευκό καράβι
απ’ τις πίσω ακτές της Μεσογείου.

Με μάτια πρησμένα
τρομάζοντας με τα βήματά μας
τ’ άγρια περιστέρια
θα ψάχναμε την επόμενη μέρα τον βράχο της
διαβρωμένο απ’ τα δάκρυα της προσμονής.

6

Οι μητέρες μας, μετά τη δουλειά,
θα πλένανε τα καρβουνιασμένα ρούχα μας.
ξεσκισμένα απ’ τους τσακωμούς
κι ύστερα θα μαγειρεύανε φασολάδα
κάτω από το απαλό φως του δειλινού.



7

Μαζευόμασταν τ’ απογεύματα και κατεβαίναμε εκεί
                                   όπου ο βραχίονας του λιμανιού
αγκάλιαζε τα πλοία
κι έδιωχνε τα κύματα με τον αγκώνα του.

Εκεί τα κατάρτια έμοιαζαν
με τους κονδυλοφόρους μας
που έβαφαν τις πένες στο φως του ηλιοβασιλέματος.

Πέρα δώθε πηγαινοέρχονταν οι ψαράδες με τα μαύρα
αδιάβροχα.
Τους βλέπαμε να φωσφορίζουν στο φως των φαναριών,
βλέπαμε τ’ αδιάβροχα αργασμένα απ’ τις άγριες
                                                θαλασσινές θύελλες
φαγωμένα από τα κύματα. 

Τριγύρω η βαριά μυρωδιά του ψαριού.
Χέρια που κινούταν και λέγανε
βιαστείτε, βίρα τις άγκυρες,
μας περιμένει ξανά η θάλασσα
βιαστείτε, θα γλιστρήσουμε ξανά
πάνω στο θυμό των κυμάτων του μεσονυχτίου
ξανά οι ομίχλες
θ’ απλωθούν σαν υφάσματα
πάνω στα κατάρτια μας.
Βιαστείτε λοιπόν!

8

Τα βήματα μας πίσω απ’ το μικρό σου φέρετρο.

Πως βρέθηκε εκείνη η οβίδα στον ανθισμένο λόφο
                                                                   του Μάη
εκείνη η όμορφη οβίδα
η ολέθρια,
που σε ξεγέλασε;

Πως είχε απλώσει το χέρι του ο πόλεμος
κι είχε αφήσει
ανάμεσα στους θάμνους
τις βροντές του κλεισμένες σε σιδερένιο κέλυφος;

Σε αποχαιρετήσαμε, κρατώντας το κουρελιασμένο σου
                                                          αλφαβητάρι,
τα δακρυσμένα άνθη εκείνου του πρωινού.



9

Ερχόταν οι ξένοι τουρίστες
κι αντάλλασσαν κονκάρδες
με μεγάλα κογχύλια.

Τ’ αγγίζανε με τα διαφανή δάχτυλα,
τα στριφογυρίζανε,
κι ύστερα μας χαμογελούσαν προσπαθώντας
                                  να μας φωτογραφήσουν
μισόγυμνους
με φόντο τα παλιά παραπήγματα.

Τότε, οι συνοδοί τους,
φορώντας σακάκια μες τη ζέστη,
μας έδιωχναν εκνευρισμένοι,
κυνηγώντας μας,
γιατί δεν ήθελαν
οι φωτογραφίες μας,
κάπου στη δύση,
να πουληθούν σ’ εφημερίδες.

Ακούσαμε «Φύγετε, κρατάει πιστόλι»
και κρυφτήκαμε τρομαγμένοι
στα σπήλαια της θάλασσας
σαν κάβουρες, που χάνονται έντρομοι 
στις εσοχές τον βράχων.

10

Μετά το μάθημα της ιστορίας
μια μέρα θα παίρναμε τα πρόχειρα βαθυσκάφη
και θα εξερευνούσαμε το βυθό της θάλασσας.
Θα εξερευνούσαμε τον σκελετό ενός μπαταρισμένου πλοίου
που ’μοιαζε με μεγάλο τρομακτικό παλάτι.

Μια μέρα θα βουτούσαμε έως τα σκοτεινά
                                                     παράθυρα  
έως τα μάτια των νυσταγμένων ψαριών
σαν τα μάτια των ξένων ναυτικών
που σημάδευαν τις ελιές μας
τα σπίτια μας
και τις καμινάδες που κάποτε ονειρεύτηκαν
ν’ αμολήσουν μόνο τον λευκό καπνό της ειρήνης. 

Θα εξερευνούσαμε μια μέρα κάτω απ’ τα νερά,
                                       κάτω απ’ τους καιρούς,
για ν’ αγγίζαμε τον ίδιο το σκελετό του πολέμου.
                                                                         


11

Ξέραμε μια μέρα θα κατεδαφίζονταν  
                               τα παραπήγματα
κι εμείς θα βγαίναμε στην ακτή
να ιδούμε τα νεόν  που θα έριχναν κάθετα το φως τους
                                                     στα νερά
και ονειρευόμασταν μια πόλη
χτισμένη πάνω σ’ αυτούς τους κίονες από φως.

12

Μια μικρή περγουλιά τη βοηθήσαμε να αναρριχηθεί
                                                       στο παράθυρο μας.

Ξεσπούσαν καταιγίδες στη θάλασσα
κι αυτή στο τζάμι έκανε αισθητή την ανησυχία της.
Η νύχτα ευωδίαζε
φύκια. Κι όταν πέρα στ’ ανοιχτά
τα φώτα των αλιευτικών χανότανε,
μάντευα πως οι ψαράδες ξαφνιασμένοι
τώρα θα μάζευαν τα δίχτυα
σαν να μάζευαν κρημνούς με τα χέρια τους.

Ύστερα ο καιρός ζεσταινόταν
κι η πέργολα
με τα πράσινα χέρια της
χάραζε ένα ελαφρύ θρόισμα.

Άνοιγα το παράθυρο
και μαζί με το ρεύμα του φρέσκου αέρα
έμπαινε το σφύριγμα των φίλων
που με καλούσαν.

13

Μέρα τη μέρα απομακρύνονται
οι ολόφωτες ακτές της παιδικής ηλικίας
                                                              όπου ανθίζουν
τα δέντρα των ονείρων που φύτεψα.

Οι  καταχνιές της μνήμης
χάνονται, έτη φωτός μακριά, στο άπειρο. Μόνο
εκείνος ο μικρός τάφος στον λόφο έξω από την πόλη
περιτριγυρισμένος από μολόχες
ολοένα με πλησιάζει
με τα πανιά μιας χαμένης σχεδίας

Τις νύχτες, η γαλάζια φλόγα
των οστών, που κάποτε ξεπροβοδήσαμε
καίει σαν μακρινή παιδική φωτιά.

Ποιο άγνωστο χέρι πήρε τα ξύλινα ραβδιά
                             που κρατούσες στην τσάντα σου
για να κάνεις τις αριθμητικές πράξεις
και τα φύτεψε γύρω σου
για να γίνουν δέντρα ψηλά
γεμάτα
τιτιβίσματα
μακρινών καιρών;

1972 - 2012